μεταβαπτίζω

μεταβαπτίζω
μετ.
1) переименовывать; 2) перекрещивать, крестить снова

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεταβαπτίζω" в других словарях:

  • μεταβαπτίζω — και ματαβαφτίζω (Μ μεταβαπτίζω) βαπτίζω εκ νέου κάποιον στην ίδια ή και σε άλλη πίστη, δίνω νέο βάπτισμα εισδοχής σε νέα θρησκεία ή σε αιρετικό δόγμα νεοελλ. αλλάζω το όνομα κάποιου, μετονομάζω …   Dictionary of Greek

  • αμεταβάπτιστος — η, ο και φτιστος [μεταβαπτίζω] αυτός που δεν ξαναβαφτίστηκε ή δεν μπορεί να ξαναβαφτιστεί …   Dictionary of Greek

  • βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… …   Dictionary of Greek

  • μεταβάπτιση — η η εκ νέου βάπτιση, το ξαναβάφτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβαπτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • μεταβάπτισμα — και μεταβάφτισμα, το [μεταβαπτίζω] η μεταβάπτιση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»